- ραδιούχος
- -α, -ο, Ναυτός που περιέχει ράδιο στη σύστασή του («ραδιούχες ουσίες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο*(I) + -ούχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
Νέο Καρλόβασι — Κωμόπολη (υψόμ. 40 μ.) της Σάμου. Βρίσκεται προς τα βόρεια παράλια της Σάμου. Ήταν έδρα του πρώην δήμου Καρλοβασίων (21 τ. χλμ), στον οποίο ανήκαν και τα χωριά Σαμουλαίικα (υψόμ. 215 μ.), Σουρήδες (υψόμ. 220 μ.), το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και … Dictionary of Greek